γονατιά

γονατιά
η вытянутое место на коленях (у брюк)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γονατιά" в других словарях:

  • γονατιά — η 1. το να φαρδαίνει το παντελόνι στο μέρος που αντιστοιχεί στο γόνατο 2. χτύπημα με το γόνατο 3. (για φυτά) καταβολάδα …   Dictionary of Greek

  • γονάτια — γονάτιον hip joint neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»